απρόκοπος

απρόκοπος
κ. -κοφτος, -η, -ο (AM ἀπρόκοπος, -ον)
όποιος δεν έχει προκοπή, δεν κάνει προόδους
νεοελλ.
1. οκνηρός
2. ανάγωγος
3. δύστροπος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀπρόκοπος — making no progress masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απρόκοπος — η, ο βλ. ανεπρόκοπος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπρόκοπον — ἀπρόκοπος making no progress masc/fem acc sg ἀπρόκοπος making no progress neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροκόπους — ἀπρόκοπος making no progress masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπρόκοπα — ἀπρόκοπος making no progress neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπρόκοποι — ἀπρόκοπος making no progress masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ԲԱՑԱԿՏՈՒՐ — ( ) NBH 1 471 Chronological Sequence: 10c ա. ἁπρόκοπος Իբր Կիսակտուր, թերի, անկատար. յն. անյառաջադէմ. *Եթէ այժմ ծնցիս, եղիցի բացակտուր ծնունդն. Պտմ. աղեքս …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ρεμπέτης — ο θηλ. ισσα (λ. τουρκ.), φυγόπονος, απρόκοπος: Η κόρη του είχε μπλέξει μ έναν ρεμπέτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ρεμπεσκές — ο (λ. τουρκ.), άνθρωπος απρόκοπος, αχαΐρευτος, ρεμπέτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”